- εφοδιοφόρος
- -ο1. (για μεταφορικά μέσα) αυτός που κομίζει εφόδια, που μεταφέρει εφόδια («εφοδιοφόρος άμαξα»)2. φρ. «εφοδιοφόρο όχημα» — φορτηγό όχημα αμαξοστοιχίας που μεταφέρει το κάρβουνο και το νερό τής μηχανής.[ΕΤΥΜΟΛ. < εφόδιο + -φόρος (< φέρω) πρβλ. πυρ-φόρος, φαεσ-φόρος)].
Dictionary of Greek. 2013.